ἀμαυρότης

Revision as of 12:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ητος, ἡ, dimness, αἰσθήσεων Gal.11.282; obscurity, Epist.Maximini ap.Eus.DE9.7, cf. Eust. 1585.47.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 oscuridad, ceguera τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότητα Eust.1585.49
fig. tiniebla, obnubilación c. gen. subjet. πλάνης Maximinus en Eus.HE 9.7.3, ἡδονῶν Rom.Mel.74.ιβʹ.1.
2 vaguedad αἰσθήσεων Gal.11.282.

German (Pape)

[Seite 117] ητος, ἡ, Schwäche, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρότης: -ητος, ἡ, = ἀμυδρότης, σκοτεινότης, Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 352.

Greek Monolingual

(-ητος), η (Α ἀμαυρότης) ἀμαυρός
(νεοελλ. -ιατρ.) εξασθένηση της οράσεως, θολούρα τών ματιών
μσν.- νεοελλ.
το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό
αρχ.
αδυναμία, ανημπόρια.