ἀνάκλαυσις
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
εως, ἡ, (κλαίω) lamentation, Id.9.33 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ lamento D.H.9.33.
German (Pape)
[Seite 192] ἡ, das Bejammern, συμφορᾶς Dion. Hal. 9, 33.
Greek Monolingual
ἀνάκλαυσις (-εως), η (Α) ἀνακλαίω
κλάμα, οδυρμός, θρήνος.