ἀναιτίατος
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ον, unblamed, Ion Trag. ap. Phot.p.113R.
Spanish (DGE)
(ἀναιτίᾱτος) -ον
no acusado οὐδεὶς ἀναιτίατος ἀγγέλλων κακά nadie que anuncia desgracias deja de recibir acusaciones Io Trag.8a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιτίατος: -ον, ὃν δὲν αἰτιώμεθα, ἀκατηγόρητος, Κ. Μανασσ. Χρ. 3368.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀναιτίατος, -ον)
(αρχ.-νεοελλ.) αυτός που δεν κατηγορήθηκε, ακατηγόρητος, άμεμπτος
μσν.
αυτός που δεν φέρει ευθύνη, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος.