ἀναγραπτέον
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
one must inscribe, εὐεργέτην ἀ. τινά Luc.DMort. 30.2; generally, one must count among, Ph.1.299.
Spanish (DGE)
hay que inscribir τίνα εὐεργέτην ἀ.; Luc.DMort.30.2
•hay que considerar ὧν ἕνα καὶ τὸν Βαλααμ ἀ. Ph.1.299.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναγράφω, δεῖ ἀναγράφειν, εὐεργέτην ἀναγρ. τινὰ Λουκ. Νεκρ. Δ. 30. 2. ΙΙ. ἀναγραπτέος, α, ον, Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστ. μαρτυρησάντων 13, ἐν τέλ.
Greek Monotonic
ἀναγραπτέον: ρημ. επίθ. του ἀναγράφω, αυτό που πρέπει να αναγράφει, εὐεργέτην ἀν. τινά, σε Λουκ.