ἀνασαλεύω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
1 sacudir levantando ἵππου ... θέοντος ... λίθους ἀνασαλεύεσθαι al correr el caballo ... las piedras saltan Luc.Astr.29.
2 sacudir, menear τρέμουσαν οἷόν τι μελίπηκτον γάλα τὴν ὀσφῦν ἀνεσάλευσεν meneó las caderas que temblaban como un flan Alciphr.4.14.4.
German (Pape)
[Seite 206] aufrütteln, durch Schütteln in die Höhe bringen, Luc.; Alciphr. 1, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασᾰλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
(Α ἀνασαλεύω)
νεοελλ.
(αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι
αρχ.
(μτβ.) μετακινώ ελαφρά.