ἀνασαλεύω

Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

shake up, stir up, Luc.Astr.29; τὴν ὀσφῦν Alciphr.1.39.

Spanish (DGE)

1 sacudir levantando ἵππου ... θέοντος ... λίθους ἀνασαλεύεσθαι al correr el caballo ... las piedras saltan Luc.Astr.29.
2 sacudir, menear τρέμουσαν οἷόν τι μελίπηκτον γάλα τὴν ὀσφῦν ἀνεσάλευσεν meneó las caderas que temblaban como un flan Alciphr.4.14.4.

German (Pape)

[Seite 206] aufrütteln, durch Schütteln in die Höhe bringen, Luc.; Alciphr. 1, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασᾰλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ébranler de bas en haut, secouer.
Étymologie: ἀνά, σαλεύω.

Greek Monolingual

ἀνασαλεύω)
νεοελλ.
(αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι
αρχ.
(μτβ.) μετακινώ ελαφρά.

Greek Monotonic

ἀνασᾰλεύω: μέλ. -σω, ανακατεύω, ανακινώ, ξεσηκώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

to shake up, stir up, Luc.