avaricious
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. αἰσχροκερδής, φιλάργυρος, ἄπληστος, P. φιλοχρήματος.
Greedy: P. πλεονεκτικός.