ἀνερυθρίαστος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον, unblushing, Ph.2.664.
Spanish (DGE)
-ον
1 desvergonzado Origenes Hom.6.3 in Ier.
•subst. τὸ ἀ. la desvergüenza Ph.2.664.
2 adv. -ως sin sonrojarse Io.Iei.Poenit.M.88.1909B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερυθρίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐρυθριῶν, Φίλων 2. 664. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ., κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερυθρίαστος, -ον) ερυθριώ
αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος.