ἀντέπειμι

Revision as of 13:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

(εἶμι ibo) rush upon, meet an advancing enemy, Th.4.33,96, etc.; τινί Id.7.6, cf.Lib.Decl.37.15, Onos.8.2; πρός τι Id.21.8.

Spanish (DGE)

marchar contra, al encuentro de c. dat. pers. o c. πρός y ac. pers. τοῖς Συρακοσίοις Th.7.6, αὐτῷ D.C.36.14.2, τοῖς πρώτοις στρατεύσασιν Lib.Decl.37.15, πρὸς τὴν ἐκ τοῦ μηνοειδοῦς σχήματος κύκλωσιν Onas.21.8
milit. abs. avanzar en contra o a su vez Th.4.96, Onas.8.2, Polyaen.2.38.2.

German (Pape)

[Seite 246] (s. εἷμι), gegen einen (anrückenden Feind) anrücken, τινί, Thuc. 2, 91 u. öfter; Pol. 11, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέπειμι: (εἶμι) ἀντεπέρχομαι, ἐξέρχομαι εἰς συνάντησιν ἐπερχομένου ἐχθροῦ, καὶ ἅμα ἐκεῖνοι οὐκ ἀντεπῇσαν, ἀλλ’ ἡσύχαζον Θουκ. 4. 33, 96, κτλ.· τινὶ ὁ αὐτ. 7. 6.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεπῄειν;
marcher contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἔπειμι.

Greek Monolingual

ἀντέπειμι (Α)
αντεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀντέπειμι: (εἶμι ibo), εξορμώ, συναντώ εξερχόμενο εχθρό, με δοτ. ή απόλ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντέπειμι: идти навстречу (наступающему), контратаковать (τινί Thuc., Polyb.).

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to rush upon, meet an advancing enemy, c. dat. or absol., Thuc.