ἀντανέχω
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
hold up in turn or in reply, πυρσούς Polyaen.6.19.2, cf. 1.40.3, Men.Prot.p.72D.
Spanish (DGE)
levantar a su vez πυρσούς Polyaen.6.19.2, cf. 1.40.3, θρυαλλίδα Men.Prot.p.72.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ἔχω), dagegen in die Höhe halten, Polyaen. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανέχω: ἀνυψῶ καὶ ἐγώ, Πλαταιεῖς ἐκ τῆς πόλεως ἀντανέσχον πυρσοὺς φιλίους Πολυαίν. Στρατηγ. 6. 19, 2, κτλ.