ἀπαιτητής

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτητής Medium diacritics: ἀπαιτητής Low diacritics: απαιτητής Capitals: ΑΠΑΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: apaitētḗs Transliteration B: apaitētēs Transliteration C: apaititis Beta Code: a)paithth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, tax-gatherer, PAmh.2.72, POxy.514.1 (ii A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cobrador de impuestos ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) PAmh.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (sic) ἀ. ... κώμης Καρανίδος PN.York 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων POxy.514.1 (II d.C.), PCol.137.19 (IV d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτητής: -οῦ, ὁ, φορολόγος, εἰσπράκτωρ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπαιτητής)
νεοελλ.
αυτός που έχει απαίτηση, αξίωση για κάτι
αρχ.
συλλέκτης φόρων, φοροεισπράκτορας.