ἀπόκνισις
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
εως, ἡ, nipping off, Thphr.CP5.9.11 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de cortar, poda τῶν οἰνάρων τῶν μεγίστων Thphr.CP 5.9.11.
German (Pape)
[Seite 307] ἡ, das Abbrechen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνῐσις: -εως, ἡ, ἀποκοπὴ τεμαχίου μικροῦ, «ἀποτσίμπι», Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 11.
Greek Monolingual
ἀπόκνισις, η (Α) αποκνίζω
αφαίρεση, τσίμπημα, αποκοπή μικρού κομματιού.