ἀργυροκοπεῖον
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
τό, silversmith's shop, mint, Antipho Fr.36, And.Fr.5, Aeschin.Socr.39, Arist.Pr.936b26, Plb.26.1.2:—also ἀργυροκόπιον, IG22.1013.30, 12(5).480.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀργυροκόπιον IG 22.1013.30 (II a.C.), Kerameikos C 1, etc.
lugar donde se acuña moneda, ceca Antipho Fr.36, And.Fr.5, Aeschin.Socr.39, IG 12(5).480.6 (Sifnos V a.C.), Arist.Pr.936b26, Plb.26.1.2, IG 22 l.c., Kerameikos l.c., Lib.Or.31.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροκοπεῖον: τό, ἐργαστήριον τοῦ ἀργυροκόπου, νομισματοκοπεῖον, «ἀργυροκοπεῖον: Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα· ὅπου κόπτεται τὰ νομίσματα· ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσι» Ἁρπ., Ἀνδοκ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Σφ. 1007, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 1, Συλλ. Ἐπιγρ 123. 30.
Greek Monolingual
ἀργυροκοπεῖον, το (Α) αργυροκόπος
το νομισματοκοπείο.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροκοπεῖον: τό мастерская серебряных изделий или серебряной монеты Aeschin., Arst.