ἐνδιαπρέπω
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
English (LSJ)
to be distinguished in, γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5.
Spanish (DGE)
distinguirse, sobresalir, destacar c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.AI 18.297.
German (Pape)
[Seite 833] sich hervorthun in, τινί, D. Sic. exc. 538, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαπρέπω: διαπρέπω ἔν τινι, γυμνασίαις πολεμικαῖς ἐνδιαπρέποντες Διοδ. Ἀποσπ. 533. 49.
Greek Monolingual
ἐνδιαπρέπω (Α)
διαπρέπω σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαπρέπω: выделяться, отличаться (γυμνασίαις πολεμικαῖς Diod.).