ἐντελόμισθος
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
ον, receiving full pay, D.50.18.
Spanish (DGE)
-ον
náut., de pers. contratado a sueldo completo ναῦται D.50.18, Anon. en Sud., cf. Hsch., πληρώματα Poll.1.121
•de naves que lleva una tripulación a sueldo completo Harp.s.u. ἀδηφάγους τριήρεις, ναῦς Hsch.α 1110, τριήρεις Phot.α 343, Sud.s.u. ἀδηφάγοι
•fig. (συμμάχους) ἐν οὐρανῷ δὲ ἐντελομίσθους op. ἄμισθος Synes.Ep.4.
German (Pape)
[Seite 855] den vollen Sold bekommend, ναύτης Dem. 50, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντελόμισθος: -ον, ὁ ἐντελῆ μισθὸν λαμβάνων, Δημ. 1212. 12.
Greek Monolingual
ἐντελόμισθος, -ον (AM)
αυτός που παίρνει πλήρη μισθό.
Russian (Dvoretsky)
ἐντελόμισθος: получающий полное жалование (ναύτης Dem.).