Κίσσιος

From LSJ
Revision as of 18:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον, of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

Greek Monotonic

Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κίσσιος: II ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.

Middle Liddell

Κίσσιος, η, ον
of or from Cissia in southern Persia, Hdt.; Κισσία ἰηλεμίστρια a Cissian mourner, Aesch.