Γερήνιος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ὁ, Homeric epithet of Nestor, Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, from Gerena or from Gerenon, a city of Messenia; ξεῖνος ἐὼν… παρ' ἱπποδάμοισι Γερήνοις Hes.Fr.15.3.
Spanish (DGE)
-α
• Alolema(s): Γερηνός Hes.Fr.35.8, St.Byz.s.u. Τάβαι; Γερηνεύς St.Byz.s.u. Γερηνία
gerenio ét. de Gerenia, esp. como epít. de Néstor, Il.2.336, Od.3.68, etc., Hes.Fr.35.7, E.IA 274, Str.8.3.7, 4.4, AP 7.678, Apollod.1.9.9, 2.7.3, St.Byz.ll.cc.
• Etimología: Quizá deriv. del n. de la ciu lesb. de Γέρην lo mismo que mic. ke-re-no.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
originaire de Gérénos, ville de Messénie.
Greek (Liddell-Scott)
Γερήνιος: ὁ, Ὁμητ. ἐπίθ. τοῦ Νέστορος, Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ἐκ τῆς Γερηνίας ἢ τῶν Γερήνων, πόλεως τῆς Μεσσηνίας· ξεῖνος ἑὼν… παρ’ ἱπποδάμοισι Γερήνοις Ἡσ. Ἀποσπ. 22. 10.
English (Autenrieth)
Gerenian, epithet of Nestor, from Gerenia in Laconia or Messenia; Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, also Νέστωρ... Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν, Od. 3.411, etc.
Russian (Dvoretsky)
Γερήνιος: ὁ уроженец или житель Герена (эпитет Нестора) Hom., Hes., Eur.