αἰγίκνημος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον, goat-shanked. AP6.167 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux jambes de chèvre.
Étymologie: αἴξ, κνήμη.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίκνημος: -ον, ὁ αἰγὸς κνήμας ἔχων, Ἀνθ. Π. 6. 167.
Greek Monotonic
αἰγίκνημος: -ον (αἴξ, κνήμη), αυτός που έχει κνήμες γίδας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγίκνημος: дор. αἰγίκνᾱμος 2 козлоногий (sc. Πάν Anth.).