γούνατα
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
γούνασι, Ep. γούνεσσι, etc., v. γόνυ.
Spanish (DGE)
-νασι, -νεσσι v. γόνυ.
French (Bailly abrégé)
pl. poét. de γόνυ.
Greek (Liddell-Scott)
γούνατα: γούνασι, Ἐπ. γούνεσσι, κτλ., ἴδε ἐν λ. γόνυ.
English (Autenrieth)
see γόνυ.
Greek Monotonic
γούνατα: γούνασι, Επικ. γούνεσσι· Επικ. τύποι πληθ. του γόνυ.
Russian (Dvoretsky)
γούνατα: ион. pl. к γόνυ.