διαψέγω
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
strengthened for ψέγω, Pl.Lg.639a, Ael.VH2.2.
Spanish (DGE)
censurar αἶγας ... δρώσας κακά Pl.Lg.639a, γραφὰς ... σπουδαίως ἐκπεπονημένας Ael.VH 2.2, διὰ τοὺς τυφλώττοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς ... δ. Thdt.Aff.12.83.
German (Pape)
[Seite 614] verstärktes ψέγω; Plat. Legg. I, 639 a; Ael. V. H. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
blâmer fortement.
Étymologie: διά, ψέγω.
Greek (Liddell-Scott)
διαψέγω: μέλλ. -ξω, ἐπιτεταμ. ψέγω, Πλάτ. Νόμ. 639A.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
διαψέγω: сильно порицать Plat.