destructive
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Harmful: P. and V. ἀσύμφορος, νοσώδης, ὀλέθριος (Plat. but rare P.), V. λυμαντήριος, πολυφθόρος, πανώλης, πανώλεθρος, Ar. and V. ἀτηρός.