πολυφθόρος
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
πολυφθόρον,
A destroying many, fraught with death or ruin, ἁμέραι, ὄμβρος, Pi.N.8.31, I.5(4).49; of persons, π. ἐν δαΐ A.Th.925 (lyr.).
2 v. πολυφθονερός.
II proparox. πολύφθορος, ον, Pass., utterly destroyed or ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S.Tr.477, El.10.
2 (φθείρω 11.4) involving or enduring many wanderings, π. τύχαι, πλάνη, A.Pr.633,820; of merchants, S.Fr.555.5.
German (Pape)
[Seite 676] viel od. viele verderbend, sehr schädlich; ὄμβρος, Pind. I. 4, 49; ἁμέραι, N. 8, 31; vom Kriege, τύχη, Aesch. Prom. 636; πλάνη, 822; δαΐς, Spt. 908. – Aber πολύφθορος ist = sehr viel Verderben, Unglück habend; δῶμα Πελοπιδῶν, Soph. El. 10, vgl. Trach. 477; Eur. Phoen. 1029.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit beaucoup d'êtres ou de choses, très funeste, pernicieux.
Étymologie: πολύς, φθείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυφθόρος -ον [πολύς, φθείρω] veel vernietigend, verderfelijk
Russian (Dvoretsky)
πολυφθόρος: для многих губительный, весьма пагубный (ἁμέραι Pind.; τύχαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυφθόρος: -ον, ὁ πολλὴν προξενῶν φθοράν, ὁ πολλοὺς φθείρων, ἀφανίζων, θανατηφόρος, ὀλέθριος, καταστρεπτικός, ἁμέραι, ὄμβρος. Πινδ. Ν. 8. 53, Ι. 5 (4). 62· τύχαι, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 633. 820· ἐπὶ προσώπων, π. ἐν δαῒ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 926· πρβλ. πολυφθονερός. ΙΙ. προπαροξύτ. πολύφθορος, ον, παθ., ὁ ὁλοκλήρως καταστραφείς, Οἰχαλία, δῶμα Σοφ. Τρ. 477, Ἠλ. 10. 2) ὁ ἀψηφῶν φθορὰς καὶ κινδύνους, ἐπὶ τῶν ἐμπόρων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499.
English (Slater)
πολυφθόρος, -ον destroying many ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολ. ἐν codd.) (N. 8.31) ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.49)
Greek Monolingual
-ον, Α
(με ενεργ
σημ.) (για πρόσ. ή για πράγματα) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή αυτός που αφανίζει πολλούς, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «ἐν πολυφθόρῳ... Διὸς ὄμβρῳ», Πίνδ.
β. «πάρεστιν εἰπεῖν ἐπ' ἀθλίοισιν.... πολλὰ μὲν πολίτας, ξένων τε πάντων στίχους πολυφθόρους ἐν δαΐ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. παιδοφθόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
πολυφθόρος: -ον (φθείρω),
I. αυτός που καταστρέφει πολλούς, θανατηφόρος, που σπέρνει όλεθρο και καταστροφή, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. προπαροξ., πολύφθορος, -ον· Παθ., αυτός που καταστράφηκε ολοσχερώς, σε Σοφ.
Middle Liddell
πολυ-φθόρος, ον, φθείρω
destroying many, deathful, rife with death or ruin, Pind., Aesch.
English (Woodhouse)
destructive, harmful, ruinous, causing ruin, fraught with ruin