κεκόρημαι
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
κεκορηώς, v. κορέννυμι.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ion. de κορέννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κεκόρημαι: κεκορηώς, ἴδε ἐν λέξ. κορέννυμι.
English (Autenrieth)
see κορέννῦμι.
Greek Monotonic
κεκόρημαι: Ιων. αντί κεκόρεσμαι, Παθ. παρακ. του κορέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κεκόρημαι: эп.-ион. pf. pass. к κορέννυμι.