μελισσουργεῖον
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
τό, beehive, Aesop.289.
German (Pape)
[Seite 124] τό, = μελισσοτροφεῖον, Aesop. fab. 35.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où sont déposées les ruches.
Étymologie: μελισσουργός.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσουργεῖον: τό, = μελισσοτροφεῖον, Αἰσώπ. Μῦθ. 289, ἔκδ. Halm.
Russian (Dvoretsky)
μελισσουργεῖον: атт. μελιττουργεῖον τό пчельник или улей Aesop.