νοσημάτιον
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό, mild illness, indisposition, Dim. of νόσημα, Ar.Fr.90.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maladie légère, indisposition.
Étymologie: νόσημα.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νόσημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 64.
Greek Monolingual
νοσημάτιον, τὸ (Α) νόσημα
νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.
Russian (Dvoretsky)
νοσημάτιον: (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst.