πείσομαι
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
fut. Med. of πείθω. II fut. of πάσχω.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
πείσομαι: μέσος μέλλ. τοῦ πείθω. ΙΙ. ἀμώμαλος μέλλ. τοῦ πάσχω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
πείσομαι:I. Μέσ. μέλ. του πείθω.
II. ανώμ. μέλ. του πάσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πείσομαι indic. fut. med. van πάσχω.
πείσομαι indic. fut. med. van πείθω.