effeminate
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ar. and P. μαλακός, τρυφερός, P. ἄνανδρος, P. and V. γυναικεῖος, Ar. and V. μαλθακός (also Plat. but rare P.), V. γυναικόμιμος, γυναικόφρων (Eur., Frag.), θηλύνους, Ar. θηλύφρων. Woman-shaped: V. θηλύμορφος, γυναικόμορφος. Be effeminate, v.: P. and V. τρυφᾶν. Whence comes this effeminate creature? V. ποδαπὸς ὁ γύννις; (Aesch., Frag.).