σελάχιον
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of σέλαχος, Eup.1, Pl.Com.56, Luc.Lex. 6:—poet. σελάχειον, τό, Opp.H.1.643.
German (Pape)
[Seite 869] τό, dim. von σέλαχος; Eupol. bei Hdn. Philet. p. 453; Luc. Lexiph. 6; gew. im plur.; übh. ein Thier aus dem Geschlechte σέλαχος, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
poisson à peau cartilagineuse.
Étymologie: dim. de σέλαχος.
Greek (Liddell-Scott)
σελάχιον: τό, ὑοκορ. τοῦ σέλαχος, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6· - ποιητ. σελάχειον, τό, Ὀππ. Ἁλ. 1. 643, Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
σελάχιον: (ᾰ) τό хрящевая рыбка Luc.