σωφρονητικός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.
Greek Monotonic
σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονητικός: Xen. v. l. = σωφρονικός.
Middle Liddell
σωφρονητικός, ή, όν = σωφρονικός, Xen.]