τηνῶ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1108] adv., dor. statt ἐκεῖ, Theocr. 3, 25, l. d.
French (Bailly abrégé)
adv.
là ; de là.
Étymologie: τῆνος.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῶ: Ἐπίρρ. τοῦ τῆνος, Δωρικ. ἀντὶ ἐκεῖ, τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι Θεόκρ. 3. 25 (κοινῶς τῆνα).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. της αφαιρετικής πτώσης του τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος.
Greek Monotonic
τηνῶ: επίρρ., Δωρ. αντί ἐκεῖ, σε Θεόκρ.