τηνῶ

Revision as of 10:03, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Adv. of τῆνος, Dor. for ἐκεῖθεν, Theoc.3.25.

German (Pape)

[Seite 1108] adv., dor. statt ἐκεῖ, Theocr. 3, 25, l. d.

French (Bailly abrégé)

adv.
là ; de là.
Étymologie: τῆνος.

Greek (Liddell-Scott)

τηνῶ: Ἐπίρρ. τοῦ τῆνος, Δωρικ. ἀντὶ ἐκεῖ, τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι Θεόκρ. 3. 25 (κοινῶς τῆνα).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ.) εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. της αφαιρετικής πτώσης του τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος.

Greek Monotonic

τηνῶ: επίρρ., Δωρ. αντί ἐκεῖ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τηνῶ: дор. Theocr. v.l. τῆνα adv. = ἐκεῖ.

Middle Liddell

[doric for ἐκεῖ
there, Theocr.