Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ταριχοπώλης

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχοπώλης Medium diacritics: ταριχοπώλης Low diacritics: ταριχοπώλης Capitals: ΤΑΡΙΧΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: tarichopṓlēs Transliteration B: tarichopōlēs Transliteration C: tarichopolis Beta Code: tarixopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].

Greek Monotonic

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχοπώλης: ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.

Middle Liddell

τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in salt fish, Plut., etc.