φυλάκτης

From LSJ
Revision as of 10:42, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

German (Pape)

[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gardien, protecteur.
Étymologie: φυλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.

Greek Monolingual

ὁ, Α φυλάσσω
1. φύλακας, φρουρός, δεσμοφύλακας
2. ονομασία αξιωματούχου στην Κύμη.

Russian (Dvoretsky)

φῠλάκτης: ου ὁ хранитель, блюститель (звание высшего сановника в Κύμη
1) Plut.