ἀγαθουργός
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
v. ἀγαθοεργός.
German (Pape)
[Seite 7] Gutes-, wohlthuend, Plut. da an. procr. e Tim. 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. ἀγαθοεργός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργός: -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργός. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
Spanish (DGE)
-όν
que hace el bien, benéfico ψυχή Plu.2.1015e, op. κακοποιός Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.in Alc.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.in R.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.in R.1.97.30, v. ἀγαθοεργός 2 .
• Etimología: Tal vez de *ἀγαθοοργός como n. de agente.