ἐθελητός
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
German (Pape)
[Seite 718] freiwillig, Soph. O. C. 527, frühere Conj. Hermanns für αὐθαίρετος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
volontaire.
Étymologie: ἐθέλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελητός: -ή, -όν, θεληματικός, ἑκούσιος, εἰκασία τοῦ Ἑρμάννου ἐν Σοφ. Ο. Κ. 523, ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετον, ὡς παραβιάζοντος τὸ μέτρον, ἀλλ’ ἡ γραφὴ αὕτη δὲν ἐγένετο δεκτή, ἴδε σημ. Jebb.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
deseado, voluntario κόπος Eust.691.9, cf. Phot.α 1799.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελητός: добровольный (Soph. - v. l. к αὐθαίρετος).