οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ao. poét. de ῥέζω.
ἔρεξα: ἀόρ. α΄ τοῦ ῥέζω.
see ῥέζω.
ἔρεξα: αόρ. αʹ του ῥέζω.
ἔρεξα: aor. 1 к ῥέζω.