glorious
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. λαμπρός, εὐπρεπής, Ar. and P. μεγαλοπρεπής. Pre-eminent: P. and V. διαπρεπής, ἐκπρεπής, περιφανής, V. ἔξοχος, πρεπτός. Famous: P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, ὀνομαστός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, Ar. and V. κλεινός (also Plat. but rare P.), V. εὐκλεής; see famous. Full of honour: P. and V. τίμιος, V. πάντιμος.