πάντιμος

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντῑμος Medium diacritics: πάντιμος Low diacritics: πάντιμος Capitals: ΠΑΝΤΙΜΟΣ
Transliteration A: pántimos Transliteration B: pantimos Transliteration C: pantimos Beta Code: pa/ntimos

English (LSJ)

πάντιμον, all-honourable, νίκης πάντιμον γέρας S.El.687, cf. Orph.H. 14.5, etc.; πάντιμος ἱερεύς, of the Rom. pontifex maximus, D.S.38/9.17; τὸ πάντιμον ὕψος ὑμῶν (of the dux) PMasp.5.9 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 463] allehrend, sehr ehrenvoll; νίκης πάντιμον γέρας, Soph. El. 677; sp. D.; auch Luc. rh. praec. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait honoré ou honoré de tous.
Étymologie: πᾶν, τιμή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάντιμος -ον [πᾶς, τιμή] met groot prestige.

Russian (Dvoretsky)

πάντῑμος: почетнейший (νίκης γέρας Soph.; ὄνομα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πάντῑμος: -ον, πάνυ ἔντιμος, πολύτιμος, νίκης παν. γέρας Σοφ. Ἠλ. 687, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 14, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πολύ έντιμος, τιμιότατος («πάντιμος ἱερεύς», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ομότιμος].

Greek Monotonic

πάντῑμος: -ον (τιμή), πολύτιμος, σε Σοφ.

Middle Liddell

πάν-τῑμος, ον, τιμή
all-honourable, Soph.

English (Woodhouse)

conferring honour, full of honour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)