ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
2ᵉ duel impf. épq. de εἰμί.
ἤστην: ἀντὶ ἤττην, γ. δυϊκ. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).
see εἰμί.
ἤστην: αντί ἤτην, γʹ δυϊκ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).
ἤστην: (= ἤτην) 3 л. dual. impf. к εἰμί.