hill
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. λόφος, ὁ, V. πάγος, ὁ, αἶπος, τό, ἄκρα, ἡ (Eur., Or. 871), Ar. and V. ὄχθος, ὁ. Mountain: P. and V. ὄρος, τό. The hills, hilly country: P. and V. τὰ ἄκρα, P. τὰ μετέωρα. Up hill, adj.: P. ἐπικλινής, ἀνάντης, προσάντης, P. and V. ὄρθιος. Met., P. and V. προσάντης; see difficult. Up hill, adv.: P. πρὸς ὄρθιον, (Xen.), πρὸς ἄναντες, V. πρὸς αἶπος. Down hill, adj.: P. εἰς τὸ κάταντες (Xen.), κατὰ πρανοῦς (Xen.). Down hill, adj.: Ar. κατάντης.