ἐπικλινής
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ἐπικλινές,
A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr. CP 3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312.
2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οἰκείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. ἐπικλινῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.
German (Pape)
[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Gegensatz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Übertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche vers, qui s'incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].
Greek Monotonic
ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικλῐνής:
1 наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2 отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.
Middle Liddell
ἐπικλῐνής, ές ἐπικλίνω
sloping, Thuc., Plut.
English (Woodhouse)
sloping, on an incline, up hill