κενανδρία

Revision as of 20:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, lack of men, A.Pers.730 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενανδρία -ας, ἡ [κένανδρος] ontvolking.

Russian (Dvoretsky)

κενανδρία:отсутствие мужского населения или безлюдье Aesch.

Greek Monolingual

κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾶν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.

Middle Liddell

κενανδρία, ἡ,
lack of men, dispeopled state, Aesch. [from κένανδρος

English (Woodhouse)

lack of men, want of men