δέχαται
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. épq. de δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέχαται Ion. poët. ind. praes. 3 plur. van δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέχαται: эп. 3 л. pl. pf. к δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέχαται: ἴδε ἐν λ. δέχομαι.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monotonic
δέχαται: Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του δέχομαι.