πτανός
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
ά, όν, Doric for πτηνός.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πτηνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτανός Dor. voor πτηνός.
Russian (Dvoretsky)
πτᾱνός: дор. Pind., Soph. = πτηνός.
Greek (Liddell-Scott)
πτᾱνός: -ά, -όν, Δωρ. ἀντὶ πτηνός.
English (Slater)
πτανός, = ποτανός (codd. Dion. Hal. contra metr.: τ coni. Blass) (Pae. 9.4) ]
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(δωρ. τ.) βλ. πτηνός.
Greek Monotonic
πτᾱνός: -ά, -όν, Δωρ. αντί πτηνός.