κορωνιάω
English (LSJ)
of a horse, A arch the neck, AP9.777 (Phil.); of a man, to be ambitious, Plb.27.15.6; κ. καὶ γαυριῶντα D.Chr.78.33. II κορωνιόωντα πέτηλα curving leaves, Hes.Sc.289.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se recourber;
2 relever la tête ; faire le fier.
Étymologie: κορώνη¹.
Russian (Dvoretsky)
κορωνιάω:
1) изгибать, загибаться: κορωνιόωντα (v.l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. изогнутые листья;
2) высоко держать голову (ὁ πῶλος κορωνιῶν Anth.);
3) гордиться, чваниться (πρός τινα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κορωνιάω: μέλλ. -άσω, (κορωνὸς) ἐπὶ ἵππου, κάμπτω, κυρτώνω τὸν τράχηλον, ὑψαυχενίζω, Ἀνθ. Π. 9. 777· πρβλ. κορωνίδης· ― ἐπὶ ἀνθρώπου ὡς τὸ γαυριάω, κορδώνομαι, ὑπερηφανεύομαι, Πολύβ. 27. 13, 6.
Greek Monotonic
κορωνιάω: μέλ. -άσω (κορωνός), κυρτώνω τον λαιμό, λυγίζω τον τράχηλο, σε Ανθ.