γυπώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, = γυποειδής, hooknosed, Arist.Phgn.808b7.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): γυποει- Porph.Fig.10
semejante al buitre, que tiene nariz de buitre o ganchuda Arist.Phgn.808b7
•τὸ γ. subst. la forma de buitre αὐτῆς de una estatua, Porph.l.c.
Russian (Dvoretsky)
γῡπώδης: похожий на коршуна Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γῡπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γῦπα, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 16.
Greek Monolingual
γυπώδης, -ες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με γύπα
2. αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν του γύπα.