μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already
v. δίω.
δίεσθαι:I inf. к δίεμαι.II inf. к δίομαι.
δίεσθαι: ἀπαρέμφ. τοῦ δίομαι, Ὅμηρ.· ἀλλά τοῦ δίεμαι Ἰλ. Μ. 304.
δίεσθαι:I. απαρ. του δίομαι,II. επίσης του δίεμαι.