μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
v. δίω.
δίεσθαι:I inf. к δίεμαι.II inf. к δίομαι.
δίεσθαι: ἀπαρέμφ. τοῦ δίομαι, Ὅμηρ.· ἀλλά τοῦ δίεμαι Ἰλ. Μ. 304.
δίεσθαι:I. απαρ. του δίομαι,II. επίσης του δίεμαι.