δίεσθαι

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

French (Bailly abrégé)

v. δίω.

Russian (Dvoretsky)

δίεσθαι:
I inf. к δίεμαι.
II inf. к δίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δίεσθαι: ἀπαρέμφ. τοῦ δίομαι, Ὅμηρ.· ἀλλά τοῦ δίεμαι Ἰλ. Μ. 304.

Greek Monotonic

δίεσθαι:I. απαρ. του δίομαι,
II. επίσης του δίεμαι.