εὐανάλωτος

From LSJ
Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάλωτος Medium diacritics: εὐανάλωτος Low diacritics: ευανάλωτος Capitals: ΕΥΑΝΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: euanálōtos Transliteration B: euanalōtos Transliteration C: evanalotos Beta Code: eu)ana/lwtos

English (LSJ)

ον, dub.l. in Antyll. ap. Orib.10.2.2 (εὐανάδοτος Daremb.).

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zu verwenden, zu verbrauchen, Arist. plant. 1 A.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνάλωτος: легко проделываемый, не представляющий затруднений (ἔρευναι περί τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰνάλωτος: -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.

Greek Monolingual

εὐανάλωτος, -ον (Α)
αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-λωτος (< αν-αλίσκομαι «ξοδεύομαι»)].