εὐανάδοτος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
εὐανάδοτον, easy to digest, Ath.1.26a, Diph.Siph. ap. eund.8.356b (v.l. εὐαπόδοτον), Dsc.2.85, Iamb.VP3.13.
Greek (Liddell-Scott)
εὐανάδοτος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀναδιδόμενος εἰς τὸ σῶμα, Ἀθήν. 26Α· ἤ, εὔπεπτος. «εὐκολοχώνευτος», Δίφιλ. Σίφν. αὐτόθι 356Β (διάφ. γραφ. εὐαπόδοτον.)
Greek Monolingual
εὐανάδοτος, -ον (Α)
ο εύπεπτος, ο ευκολοχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-δοτος (< ανα-δίδωμι)].
German (Pape)
was sich leicht verteilt, οἶνος, αἷμα, Ath. I.26a, 33a; leicht zu verdauen, VIII.355c, neben εὔπεπτος, und andere Spätere