εὐπίλητος
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
[ῑ], ον, well-compressed, dense, dub. l. in Arist.Sens. 438a15 (Comp.).
Russian (Dvoretsky)
εὐπίλητος: (ῑ) густой, плотный (εὐπιλητότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίλητος: ῑ, ον, καλῶς συμπεπιεσμένος, πυκνός, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 12.
Greek Monolingual
εὐπίλητος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)].