κατάμονος
English (LSJ)
ον, A permanent, SIG141.8 (Corc. Nigr., iv B. C.); τιμαί Plb.39.3.9, IG5(1).1432.16 (Messene, i B. C.); ψαφίσματα SIG563.8 (Aetol., from Teos, iii B. C.). 2 ἐψηφίσατο τὸν πόλεμον κ. εἶναι should continue, Plb.18.12.1, cf. 21.2.6, al.
German (Pape)
[Seite 1364] bleibend, dauernd, fortwährend, γίγνεται ὁ πόλεμος, Pol. 17, 12, 1 u. öfter; Inscr.
Russian (Dvoretsky)
κατάμονος: постоянный, длительный, затяжной (πόλεμος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάμονος: -ον, ὅστις καταμένει, μόνιμος, χρόνιος, διηνεκής, διαρκής, πόλεμος κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. εἶμεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάμονος, -ον, θηλ. και -η)
νεοελλ.
εντελώς μόνος, ολομόναχος
αρχ.
μόνιμος, χρόνιος, διαρκής.